- μικροσκελής
- ης, ες коротконогий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μικροσκελής — ές (Α μικροσκελής, ές) αυτός που έχει δυσανάλογα, σε σχέση με το σώμα του, κοντά σκέλη, κοντοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + σκελής (< σκέλος), πρβλ. μακρο σκελής] … Dictionary of Greek
μικροσκελῆ — μικροσκελής short legged neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μικροσκελής short legged masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μικροσκελής short legged masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροσκελεῖς — μικροσκελής short legged masc/fem acc pl μικροσκελής short legged masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
GRACILITAS — crurum, inter praecipus olim habita, quae bonam formam corrumperent: fuitque hic habitus urbanorum dictriis semper obnoxius. Senec. In Sap. non cad. iniur. l. 2. In capitis mei laevitatem iocatus est, et in oculorum valetudinem et in crurum… … Hofmann J. Lexicon universale
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
σκέλος — ους, το, ΝΜΑ 1. καθένα από τα κάτω άκρα τού ανθρώπου ή τα πίσω πόδια τού ζώου, που περιλαμβάνει τον μηρό, την κνήμη και το άκρο πόδι που καταλήγει στα δάχτυλα (α. «κολοβωμένα σκέλη» β. «τοῡ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη», ΚΔ γ. «τὰ σκέλη... καὶ τὰ … Dictionary of Greek